< Ἔσδρας Βʹ 9 >

1 Και εν τη εικοστή τετάρτη ημέρα τούτου του μηνός συνήχθησαν οι υιοί Ισραήλ με νηστείαν και με σάκκους και με χώμα εφ' εαυτούς.
Au vingt-quatrième jour de ce Mois, les fils d'Israël se réunirent pour un jeûne, ayant des cendres sur la tête, et des cilices autour du corps.
2 Και εχωρίσθη το σπέρμα του Ισραήλ από πάντων των ξένων· και σταθέντες εξωμολογήθησαν τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας των πατέρων αυτών.
Et les fils d'Israël se tinrent séparés de tout fils de l'étranger, et debout, ils confessèrent leurs péchés et les iniquités de leurs pères.
3 Και σταθέντες εν τω τόπω αυτών, ανέγνωσαν εν τω βιβλίω του νόμου Κυρίου του Θεού αυτών, εν τέταρτον της ημέρας· και εν τέταρτον, εξωμολογούντο και προσεκύνουν Κύριον τον Θεόν αυτών.
Et, chacun demeurant immobile à sa place, ils lurent dans le livre de la loi du Seigneur leur Dieu; et ils étaient là, se confessant au Seigneur, adorant le Seigneur leur Dieu.
4 Τότε εσηκώθη επί το βήμα των Λευϊτών Ιησούς και Βανί, Καδμιήλ, Σεβανίας, Βουννί, Σερεβίας, Βανί και Χανανί, και ανεβόησαν μετά φωνής μεγάλης προς Κύριον τον Θεόν αυτών.
Ensuite, Josué, les fils de Cadmiel, Sechénias, fils de Sarabie, et les fils d'Honeni se levèrent sur les degrés des lévites, et invoquèrent à grands cris le Seigneur leur Dieu.
5 Και οι Λευΐται, Ιησούς και Καδμιήλ, Βανί, Ασαβνίας, Σερεβίας, Ωδίας, Σεβανίας και Πεθαΐα, είπον, Σηκώθητε, ευλογήσατε Κύριον τον Θεόν υμών από του αιώνος έως του αιώνος· και ας ήναι, Θεέ, ευλογημένον το ένδοξόν σου όνομα, το υπέρτερον πάσης ευλογίας και αινέσεως.
Et les lévites Josué et Cadmiel dirent: Relevez-vous, bénissez le Seigneur notre Dieu, dans tous les siècles des siècles; que l'on bénisse, ô Seigneur, votre nom et votre gloire; que l'on vous exalte en toute bénédiction et louange.
6 Συ αυτός είσαι Κύριος μόνος· συ εποίησας τον ουρανόν, τους ουρανούς των ουρανών, και πάσαν την στρατιάν αυτών, την γην και πάντα τα επ' αυτής, τας θαλάσσας και πάντα τα εν αυταίς, και συ ζωοποιείς πάντα ταύτα· και σε προσκυνούσιν αι στρατιαί των ουρανών.
Et Esdras dit: Vous êtes le seul Seigneur, vous avez créé le ciel et le ciel des cieux, et toute l'armée céleste, et la terre et tout ce qui est en elle, et les mers et tout ce qui est en elles; c'est vous qui vivifiez toutes choses, et c'est vous que les armées du ciel adorent.
7 Συ είσαι Κύριος ο Θεός, όστις εξέλεξας τον Άβραμ και εξήγαγες αυτόν από της Ουρ των Χαλδαίων, και έδωκας εις αυτόν το όνομα Αβραάμ·
Vous êtes le Seigneur Dieu, et vous avez élu Abram, et vous l'avez amené du pays des Chaldéens, et vous lui avez donné le nom d'Abrabam.
8 και εύρηκας την καρδίαν αυτού πιστήν ενώπιόν σου, και έκαμες προς αυτόν διαθήκην, ότι θέλεις δώσει την γην των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων και των Φερεζαίων και των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων, ότι θέλεις δώσει αυτήν εις το σπέρμα αυτού· και εξετέλεσας τους λόγους σου· διότι δίκαιος είσαι συ.
Et vous avez trouvé son cœur fidèle devant vous, et vous avez fait alliance avec lui, pour donner la terre des Chananéens, des Hettéens, des Amorrhéens, des Phérézéens, des Jébuséens et des Gergéséens, à lui et à sa race: et vous avez tenu parole, parce que vous êtes juste.
9 Και είδες την θλίψιν των πατέρων ημών εν Αιγύπτω, και ήκουσας την κραυγήν αυτών επί την Ερυθράν θάλασσαν·
Et vous avez regardé l'affliction de nos pères en Égypte, et vous avez ouï leurs cris sur les bords de la mer Rouge.
10 και έδειξας σημεία και τέρατα επί τον Φαραώ και επί πάντας τους δούλους αυτού και επί πάντα τον λαόν της γης αυτού· επειδή εγνώρισας ότι υπερηφανεύθησαν εναντίον αυτών. Και έκαμες εις σεαυτόν όνομα, ως την ημέραν ταύτην.
Et vous avez donné des signes et des prodiges en Égypte, sur Pharaon, ses serviteurs, tout le peuple de sa terre, parce que vous saviez qu'ils traitaient votre peuple orgueilleusement, et vous vous êtes fait un grand nom, comme vous vous le faites encore aujourd'hui.
11 Και διέσχισας την θάλασσαν ενώπιον αυτών, και διέβησαν διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης· τους δε καταδιώκοντας αυτούς έρριψας εις τα βάθη, ως λίθον εις ύδατα ισχυρά·
Et, devant eux, vous avez séparé la mer, et votre peuple l'a traversée à sec, et, ceux qui le poursuivaient, vous les avez jetés dans l'abîme comme une pierre dans l'eau profonde.
12 και ώδήγησας αυτούς την ημέραν διά στύλου νεφέλης, την δε νύκτα διά στύλου πυρός, διά να φωτίζης εις αυτούς την οδόν δι' ης έμελλον να διέλθωσι.
Et le jour, vous avez guidé votre peuple par une colonne de nuée, et la nuit par une colonne de feu, pour éclairer la voie qu'il devait suivre.
13 Και κατέβης επί το όρος Σινά, και ελάλησας μετ' αυτών εξ ουρανού, και έδωκας εις αυτούς ευθείας κρίσεις και αληθινούς νόμους, διατάγματα και εντολάς αγαθάς·
Et vous êtes descendu sur le mont Sina, et, du haut du ciel, vous leur avez parlé, et vous leur avez donné des jugements droits, des lois de vérité, des commandements et des préceptes salutaires.
14 και το άγιόν σου σάββατον έκαμες γνωστόν εις αυτούς, και προσέταξας εις αυτούς εντολάς και διατάγματα και νόμους, διά χειρός Μωϋσέως του δούλου σου.
Et vous leur avez fait connaître votre sabbat saint, et vous leur avez intimé par la voix de Moïse, votre serviteur, la loi, les préceptes et les commandements.
15 Και άρτον εξ ουρανού έδωκας εις αυτούς εις την πείναν αυτών, και ύδωρ εκ πέτρας εξήγαγες εις αυτούς εις την δίψαν αυτών· και είπας προς αυτούς να εισέλθωσι διά να κληρονομήσωσι την γην, περί ης ύψωσας την χείρα σου ότι θέλεις δώσει αυτήν εις αυτούς.
Et pour aliment, vous leur avez donné du pain du ciel, et pour leur soif, vous avez fait jaillir de l'eau des rochers; et vous leur avez dit d'entrer, pour qu'elle soit leur héritage, en la terre sur laquelle vous aviez étendu la main, promettant de la leur donner.
16 Εκείνοι δε και οι πατέρες ημών υπερηφανεύθησαν και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών και δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς σου·
Mais, eux et nos pères se sont enorgueillis, et ils ont endurci leur cœur, et ils n'ont point obéi à vos commandements.
17 και ηρνήθησαν να υπακούσωσι και δεν ενεθυμήθησαν τα θαυμάσιά σου τα οποία έκαμες εις αυτούς· αλλ' εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών, και εν τη αποστασία αυτών διώρισαν αρχηγόν διά να επιστρέψωσιν εις την δουλείαν αυτών. Αλλά συ είσαι Θεός συγχωρητικός, ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν εγκατέλιπες αυτούς.
Et ils ont refusé de rien entendre, et ils n'ont pas eu mémoire de vos merveilles, que vous aviez faites pour eux; et ils ont endurci leur cœur, et ils ont songé à rentrer en la servitude d'Égypte. Et vous, ô mon Dieu, miséricordieux et compatissant, clément et magnanime, vous ne les avez pas abandonnés,
18 Μάλιστα, ότε έκαμον εις εαυτούς χωνευτόν μόσχον και είπον, Ούτος είναι ο Θεός σου όστις σε ανήγαγεν εξ Αιγύπτου, και έπραξαν μεγάλους παροργισμούς·
Même lorsqu'ils eurent jeté en fonte un veau d'or, et qu'ils eurent dit: Voilà les dieux qui nous ont fait sortir de l'Égypte. Et ils vous ont gravement offensé.
19 συ όμως, εν τοις οικτιρμοίς σου τοις μεγάλοις, δεν εγκατέλιπες αυτούς εν τη ερήμω· ο στύλος της νεφέλης δεν εξέκλινεν απ' αυτών την ημέραν, διά να οδηγή αυτούς εν τη οδώ, ουδέ ο στύλος του πυρός την νύκτα, διά να φωτίζη εις αυτούς και την οδόν δι' ης έμελλον να διέλθωσι.
Mais vous, dans votre miséricorde infinie, vous ne les avez point abandonnés dans le désert; vous n'avez point détourné d'eux la colonne de nuée qui les guidait le jour, ni la colonne de feu qui, la nuit, éclairait leur voie.
20 Και έδωκας εις αυτούς το αγαθόν σου πνεύμα, διά να συνετίζη αυτούς· και δεν εστέρησας το μάννα σου από του στόματος αυτών, και ύδωρ έδωκας εις αυτούς εις την δίψαν αυτών.
Et vous leur avez donné votre bon esprit pour les instruire; vous n'avez point retiré la manne de leur bouche, et vous leur avez donné de l'eau en leur soif.
21 Και τεσσαράκοντα έτη έθρεψας αυτούς εν τη ερήμω· δεν έλειψεν εις αυτούς ουδέν· τα ιμάτια αυτών δεν επαλαιώθησαν και οι πόδες αυτών δεν επρήσθησαν.
Et vous les avez nourris quarante ans dans le désert, sans les laisser manquer de rien, et leurs vêtements ne se sont point usés, et leurs pieds n'ont point été meurtris.
22 Και έδωκας εις αυτούς βασίλεια και λαούς, και διεμέρισας εις αυτούς διά μερίδας· και εκληρονόμησαν την γην του Σηών και την γην του βασιλέως της Εσεβών και την γην του Ωγ βασιλέως της Βασάν.
Et vous leur avez donné des royaumes, vous leur avez partagé des peuples, et ils ont possédé la terre de Séhon, roi d'Esebon, et la terre d'Og, roi de Basan.
23 Και τους υιούς αυτών επλήθυνας ως τα άστρα του ουρανού· και έφερες αυτούς εις την γην, εις την οποίαν είπας προς τους πατέρας αυτών να εισέλθωσι, διά να κληρονομήσωσιν αυτήν.
Et vous avez multiplié leurs fils comme les étoiles du ciel, et vous les avez introduits en la terre que vous aviez promise à leurs pères.
24 Και εισήλθον οι υιοί αυτών και εκληρονόμησαν την γήν· και υπέταξας έμπροσθεν αυτών τους κατοίκους της γης, τους Χαναναίους, και παρέδωκας αυτούς εις τας χείρας αυτών, και τους βασιλείς αυτών και τους λαούς της γης, διά να κάμωσιν εις αυτούς κατά την θέλησιν αυτών.
Et ils en ont fait leur héritage, et vous avez écrasé devant eux les habitants de la terre des Chananéens, et vous avez livré à leur merci les rois et les peuples de cette terre, pour qu'ils les traitassent comme il leur plaisait.
25 Και εκυρίευσαν πόλεις ισχυράς και γην παχείαν, και εκληρονόμησαν οίκους πλήρεις πάντων των αγαθών, φρέατα ωρυγμένα, αμπελώνας και ελαιώνας και δένδρα κάρπιμα εν αφθονία· και έφαγον και εχορτάσθησαν και επαχύνθησαν και ενετρύφησαν, εν τη μεγάλη σου αγαθότητι.
Ils ont donc pris des villes superbes, ils ont hérité de maisons pleines de biens, de citernes en pierres de taille, de vignes, d'oliviers, et d'une multitude d'arbres fruitiers. Et ils ont mangé, et ils se sont rassasiés, et ils se sont engraissés, et ils ont abondé en délices par votre grande bonté.
26 Και ηπείθησαν και επανεστάτησαν εναντίον σου, και έρριψαν τον νόμον σου οπίσω των νώτων αυτών, και τους προφήτας σου εφόνευσαν, οίτινες διεμαρτύροντο εναντίον αυτών διά να επιστρέψωσιν αυτούς προς σε, και έπραξαν μεγάλους παροργισμούς.
Ensuite, ils ont changé; ils se sont retirés de vous; ils ont rejeté derrière eux la loi; ils ont tué vos prophètes qui les admonestaient pour les ramener à vous. Et ils vous ont gravement offensé.
27 Διά τούτο παρέδωκας αυτούς εις την χείρα των θλιβόντων αυτούς, και κατέθλιψαν αυτούς· και εν τω καιρώ της θλίψεως αυτών ανεβόησαν προς σε, και συ εισήκουσας εξ ουρανού· και κατά τους πολλούς οικτιρμούς σου έδωκας σωτήρας εις αυτούς, και έσωσαν αυτούς εκ της χειρός των θλιβόντων αυτούς.
Alors, vous les avez livrés aux mains de ceux qui les opprimaient; ceux-ci les ont écrasés, et, au temps de leur affliction, ils ont crié à vous; et vous, du haut du ciel, vous les avez entendus; et, en votre grande miséricorde, vous leur avez envoyé des sauveurs, et vous les avez tirés des mains de ceux qui les opprimaient.
28 Αλλ' αφού ανεπαύθησαν, εστράφησαν εις το να πράττωσι πονηρά ενώπιόν σου· όθεν εγκατέλιπες αυτούς εις την χείρα των εχθρών αυτών, και εξουσίασαν αυτούς· ότε όμως επέστρεψαν και ανεβόησαν προς σε, συ εισήκουσας εξ ουρανού· και πολλάκις ηλευθέρωσας αυτούς κατά τους οικτιρμούς σου.
Mais, après s'être reposés, ils ont encore fait le mal devant vous, et vous les avez livrés aux mains de leurs ennemis qui les ont maîtrisés. Et, derechef, ils ont crié à vous; et du haut du ciel, vous les avez encore entendus; et, en votre grande miséricorde, vous les avez délivrés.
29 Και διεμαρτυρήθης εναντίον αυτών, διά να επιστρέψης αυτούς εις τον νόμον σου· πλην αυτοί υπερηφανεύθησαν και δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς σου, αλλ' ημάρτησαν εις τας κρίσεις σου, τας οποίας εάν τις εκτελή, θέλει ζήσει δι' αυτών· και έδωκαν νώτον απειθή και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών και δεν ήκουσαν.
Et vous les avez admonestés pour qu'ils se convertissent à votre loi; mais ils ne nous ont point écouté, et ils ont péché contre vos commandements et vos jugements, par lesquels, en les faisant, l'homme vivra. Et ils ont tourné le dos, et ils ont endurci leur cœur, et ils ne vous ont pas écouté.
30 Και όμως έτη πολλά παρέκτεινας επ' αυτούς, και διεμαρτυρήθης εναντίον αυτών διά του πνεύματός σου διά των προφητών σου· αλλά δεν έδωκαν ακρόασιν· διά τούτο παρέδωκας αυτούς εις την χείρα των λαών των τόπων.
Vous avez différé avec eux bien des années, et vous les avez admonestés par votre esprit, par la voix de vos prophètes, et ils ne vous ont point écouté; enfin, vous les avez livrés aux peuples de la terre.
31 Πλην διά τους πολλούς οικτιρμούς σου δεν συνετέλεσας αυτούς, ουδέ εγκατέλιπες αυτούς· διότι Θεός οικτίρμων και ελεήμων είσαι.
Mais, en votre grande miséricorde, vous ne les avez point anéantis, vous ne les avez point abandonnés; car, vous êtes fort, et compatissant, et miséricordieux.
32 Τώρα λοιπόν, Θεέ ημών, ο μέγας, ο ισχυρός και φοβερός Θεός, ο φυλάττων την διαθήκην και το έλεος, ας μη λογισθή μικρά ενώπιόν σου πάσα η θλίψις ήτις εύρηκεν ημάς, τους βασιλείς ημών, τους άρχοντας ημών και τους ιερείς ημών και τους προφήτας ημών και τους πατέρας ημών και πάντα τον λαόν σου, από των ημερών των βασιλέων της Ασσυρίας μέχρι της ημέρας ταύτης.
Et maintenant, ô notre Dieu, Dieu fort, grand, puissant et redoutable, qui gardez votre alliance et votre miséricorde, ne tenez pas pour peu de chose toutes les souffrances qui ont atteint nous, nos rois, nos princes, nos prêtres, nos prophètes, nos pères et tout le peuple, depuis les jours du roi d'Assyrie, jusqu'à ce jour.
33 Δίκαιος βεβαίως είσαι εις πάντα τα επελθόντα εφ' ημάς· διότι συ μεν αλήθειαν έκαμες, ημείς δε ησεβήσαμεν.
Vous avez été juste en tout ce qui nous est advenu, car vous avez agi selon la vérité, et nous, nous avons péché;
34 Και οι βασιλείς ημών, οι άρχοντες ημών, οι ιερείς ημών και οι πατέρες ημών, δεν εφύλαξαν τον νόμον σου και δεν έδωκαν προσοχήν εις τας εντολάς σου και εις τα μαρτύριά σου, με τα οποία διεμαρτυρήθης εναντίον αυτών.
Nos rois, nos princes, nos prêtres, nos pères, n'ont pas observé votre loi; ils n'ont pas été attentifs à vos commandements, ni à vos témoignages que vous leur avez notifiés.
35 Διότι αυτοί, εν τη βασιλεία αυτών και εν τη μεγάλη σου αγαθωσύνη την οποίαν έδωκας εις αυτούς, και εν τη γη τη πλατεία και παχεία, την οποίαν έδωκας ενώπιον αυτών, δεν σε εδούλευσαν ουδέ εστράφησαν από των πονηρών έργων αυτών.
Et ils ne vous ont point servi dans votre royaume, au milieu de ces marques de votre grande bonté que vous leur avez données, dans cette terre vaste et grasse que vous avez fait apparaître devant eux, et ils ne se sont point détournés de leurs habitudes criminelles.
36 Ιδού, δούλοι είμεθα την ημέραν ταύτην· και εν τη γη, την οποίαν έδωκας εις τους πατέρας ημών, διά να τρώγωσι τον καρπόν αυτής και τα αγαθά αυτής, ιδού, δούλοι είμεθα επ' αυτής·
Et voilà qu'aujourd'hui nous sommes esclaves, en cette terre que vous avez donnée à nos pères, pour manger ses fruits et ses bonnes choses; voilà que nous sommes esclaves en elle.
37 και αυτή δίδει πολλήν αφθονίαν εις τους βασιλείς, τους οποίους επέβαλες εφ' ημάς διά τας αμαρτίας ημών· και κατεξουσιάζουσιν επί των σωμάτων ημών και επί των κτηνών ημών κατά την αρέσκειαν αυτών· και είμεθα εν θλίψει μεγάλη.
Et ses fruits sont abondants pour les rois que vous avez mis sur nous en punition de nos péchés; ils ont pouvoir sur nos corps et sur nos troupeaux, à leur gré, et nous sommes dans une grande affliction.
38 Όθεν διά πάντα ταύτα ημείς κάμνομεν διαθήκην πιστήν και γράφομεν αυτήν· και επισφραγίζουσιν αυτήν οι άρχοντες ημών, οι Λευΐται ημών και οι ιερείς ημών.
Et, à cause de tout cela, nous vous promettons alliance et nous l'écrivons, et nos princes, et nos lévites, et nos prêtres y mettent leur sceau.

< Ἔσδρας Βʹ 9 >