< Γένεσις 24 >

1 Ήτο δε ο Αβραάμ γέρων προβεβηκώς την ηλικίαν· και ο Κύριος ευλόγησε τον Αβραάμ κατά πάντα.
Und Abraham war alt, wohlbetagt, und Jehova hatte Abraham gesegnet in allem.
2 Και είπεν ο Αβραάμ προς τον δούλον αυτού τον πρεσβύτερον της οικίας αυτού, τον επιστάτην πάντων των υπαρχόντων αυτού, Βάλε, παρακαλώ, την χείρα σου υπό τον μηρόν μου·
Und Abraham sprach zu seinem Knechte, dem ältesten seines Hauses, der alles verwaltete, was er hatte: Lege doch deine Hand unter meine Hüfte, [O. Lende]
3 και θέλω σε ορκίσει εις Κύριον τον Θεόν του ουρανού και τον Θεόν της γης, ότι δεν θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκ των θυγατέρων των Χαναναίων, μεταξύ των οποίων εγώ κατοικώ·
und ich werde dich schwören lassen bei Jehova, dem Gott des Himmels und dem Gott der Erde, daß du meinem Sohne nicht ein Weib nehmen wirst von den Töchtern der Kanaaniter, in deren Mitte ich wohne;
4 αλλ' εις τον τόπον μου, και εις την συγγένειάν μου θέλεις υπάγει, και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου τον Ισαάκ.
sondern in mein Land und zu meiner Verwandtschaft sollst du gehen und ein Weib nehmen meinem Sohne, dem Isaak.
5 Είπε δε προς αυτόν ο δούλος, Ίσως δεν θελήση η γυνή να μοι ακολουθήση εις την γην ταύτην· πρέπει να φέρω τον υιόν σου εις την γην εκ της οποίας εξήλθες;
Und der Knecht sprach zu ihm: Vielleicht wird das Weib mir nicht in dieses Land folgen wollen; soll ich dann deinen Sohn in das Land zurückbringen, aus welchem du weggezogen bist?
6 Και είπε προς αυτόν ο Αβραάμ, Πρόσεχε, μη φέρης τον υιόν μου εκεί·
Da sprach Abraham zu ihm: Hüte dich, daß du meinen Sohn nicht dorthin zurückbringest!
7 Κύριος ο Θεός του ουρανού, όστις με έλαβεν εκ του οίκου του πατρός μου και εκ της γης της γεννήσεώς μου, και όστις ελάλησε προς εμέ και όστις ώμοσεν εις εμέ λέγων, εις το σπέρμα σου θέλω δώσει την γην ταύτην, αυτός θέλει αποστείλει τον άγγελον αυτού έμπροσθέν σου· και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκείθεν·
Jehova, der Gott des Himmels, der mich aus dem Hause meines Vaters und aus dem Lande meiner Verwandtschaft [O. Geburt; wie Kap. 11,26] genommen und der zu mir geredet und der mir also geschworen hat: Deinem Samen will ich dieses Land geben! der wird seinen Engel vor dir hersenden, daß du meinem Sohne von dannen ein Weib nehmest.
8 εάν δε η γυνή δεν θέλη να σε ακολουθήση, τότε θέλεις είσθαι ελεύθερος από του όρκου μου τούτου· μόνον τον υιόν μου να μη φέρης εκεί.
Wenn aber das Weib dir nicht folgen will, so bist du dieses meines Eides ledig; nur sollst du meinen Sohn nicht dorthin zurückbringen.
9 Και έβαλεν ο δούλος την χείρα αυτού υπό τον μηρόν του Αβραάμ του κυρίου αυτού, και ώρκίσθη εις αυτόν περί του πράγματος τούτου.
Und der Knecht legte seine Hand unter die Hüfte Abrahams, seines Herrn, und schwur ihm über dieser Sache.
10 Και έλαβεν ο δούλος δέκα καμήλους εκ των καμήλων του κυρίου αυτού και ανεχώρησε, φέρων μεθ' εαυτού από πάντων των αγαθών του κυρίου αυτού· και σηκωθείς, υπήγεν εις την Μεσοποταμίαν, εις την πόλιν του Ναχώρ.
Und der Knecht nahm zehn Kamele von den Kamelen seines Herrn, und zog hin; und allerlei Gut seines Herrn hatte er bei sich. Und er machte sich auf und zog nach Mesopotamien, [H. Aram der zwei Flüsse] nach der Stadt Nahors.
11 Και εγονάτισε τας καμήλους έξω της πόλεως παρά το φρέαρ του ύδατος, προς το εσπέρας, ότε εξέρχονται αι γυναίκες διά να αντλήσωσιν ύδωρ.
Und er ließ die Kamele draußen vor der Stadt niederknien beim Wasserbrunnen, zur Abendzeit, zur Zeit, da die Schöpferinnen herauskommen.
12 Και είπε, Κύριε Θεέ του κυρίου μου Αβραάμ, δος μοι, δέομαι, καλόν συνάντημα σήμερον, και κάμε έλεος εις τον κύριόν μου Αβραάμ·
Und er sprach: Jehova, Gott meines Herrn Abraham, laß es mir doch heute begegnen, und erweise Güte an meinem Herrn Abraham!
13 ιδού, εγώ ίσταμαι πλησίον της πηγής του ύδατος· αι δε θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως εξέρχονται διά να αντλήσωσιν ύδωρ·
Siehe, ich stehe bei der Wasserquelle, und die Töchter der Leute der Stadt kommen heraus, um Wasser zu schöpfen;
14 και η κόρη προς την οποίαν είπω, Επίκλινον, παρακαλώ, την υδρίαν σου διά να πίω, και αυτή είπη, Πίε και θέλω ποτίσει και τας καμήλους σου, αύτη ας ήναι εκείνη, την οποίαν ητοίμασας εις τον δούλον σου τον Ισαάκ· και εκ τούτου θέλω γνωρίσει ότι έκαμες έλεος εις τον κύριόν μου.
möge es nun geschehen, daß das Mädchen, zu dem ich sagen werde: Neige doch deinen Krug, daß ich trinke und welches sagen wird: Trinke, und auch deine Kamele will ich tränken, diejenige sei, welche du für deinen Knecht, für Isaak, bestimmt hast; und daran werde ich erkennen, daß du Güte an meinem Herrn erwiesen hast.
15 Και πριν αυτός παύση λαλών, ιδού, εξήρχετο η Ρεβέκκα, ήτις εγεννήθη εις τον Βαθουήλ, υιόν της Μελχάς, γυναικός του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ, έχουσα την υδρίαν αυτής επί του ώμου αυτής.
Und es geschah, er hatte noch nicht ausgeredet, siehe, da kam Rebekka [H. Rivka: die Fesselnde, Anziehende] heraus, die dem Bethuel geboren worden, dem Sohne der Milka, des Weibes Nahors, des Bruders Abrahams, mit ihrem Kruge auf ihrer Schulter.
16 Η δε κόρη ήτο ώραία την όψιν σφόδρα, παρθένος, και ανήρ δεν είχε γνωρίσει αυτήν· αφού λοιπόν κατέβη εις την πηγήν, εγέμισε την υδρίαν αυτής και ανέβαινε.
Und das Mädchen war sehr schön von Ansehen, eine Jungfrau, und kein Mann hatte sie erkannt; und sie stieg zur Quelle hinab und füllte ihren Krug und stieg wieder herauf.
17 Δραμών δε ο δούλος εις συνάντησιν αυτής είπε, Πότισόν με, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εκ της υδρίας σου.
Und der Knecht lief ihr entgegen und sprach: Laß mich doch ein wenig Wasser aus deinem Kruge schlürfen.
18 Η δε είπε, Πίε, κύριέ μου. και έσπευσε και κατεβίβασε την υδρίαν αυτής επί τον βραχίονα αυτής, και επότισεν αυτόν.
Und sie sprach: Trinke, mein Herr. Und eilends ließ sie ihren Krug auf ihre Hand hernieder und gab ihm zu trinken.
19 και αφού έπαυσε ποτίζουσα αυτόν είπε, Και διά τας καμήλους σου θέλω αντλήσει, εωσού πίωσι πάσαι.
Und als sie ihm genug zu trinken gegeben hatte, sprach sie: Ich will auch für deine Kamele schöpfen, bis sie genug getrunken haben.
20 Και παρευθύς εξεκένωσε την υδρίαν αυτής εις την ποτίστραν, και έδραμεν έτι εις το φρέαρ διά να αντλήση, και ήντλησε διά πάσας τας καμήλους αυτού.
Und sie eilte und goß ihren Krug aus in die Tränke und lief abermals zum Brunnen, um zu schöpfen; und sie schöpfte für alle seine Kamele.
21 Ο δε άνθρωπος, θαυμάζων δι' αυτήν, εσιώπα, διά να γνωρίση αν κατευώδωσεν ο Κύριος την οδόν αυτού ή ουχί.
Und der Mann sah ihr staunend zu und schwieg, um zu erkennen, ob Jehova zu seiner Reise Glück gegeben habe oder nicht.
22 Και αφού έπαυσαν αι κάμηλοι πίνουσαι, έλαβεν ο άνθρωπος ενώτια χρυσά βάρους ημίσεος σίκλου, και δύο βραχιόλια διά τας χείρας αυτής, βάρους δέκα σίκλων χρυσίου·
Und es geschah, als die Kamele genug getrunken hatten, da nahm der Mann einen goldenen Ring, [Eig. Nasenring; siehe auch v 47] ein halber Sekel sein Gewicht, und zwei Spangen für ihre Arme, [Eig. Hände, d. i. Handgelenke] zehn Sekel Gold ihr Gewicht;
23 και είπε, Τίνος θυγάτηρ είσαι συ; ειπέ μοι, παρακαλώ· είναι εν τη οικία του πατρός σου τόπος δι' ημάς προς κατάλυμα;
und er sprach: Wessen Tochter bist du? Sage mirs doch an. Ist im Hause deines Vaters Raum für uns zu herbergen?
24 Η δε είπε προς αυτόν· είμαι θυγάτηρ Βαθουήλ του υιού της Μελχάς, τον οποίον εγέννησεν εις τον Ναχώρ.
Und sie sprach zu ihm: Ich bin die Tochter Bethuels, des Sohnes der Milka, den sie dem Nahor geboren hat.
25 είπεν έτι προς αυτόν, Είναι εις ημάς και άχυρα και τροφή πολλή και τόπος προς κατάλυμα.
Und sie sprach zu ihm: Sowohl Stroh als auch Futter ist bei uns in Menge, auch Raum zu herbergen.
26 Τότε έκλινεν ο άνθρωπος και προσεκύνησε τον Κύριον·
Da verneigte sich der Mann und warf sich nieder vor Jehova
27 και είπεν, Ευλογητός Κύριος ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, όστις δεν εγκατέλιπε το έλεος αυτού και την αλήθειαν αυτού από του κυρίου μου· ο Κύριος με κατευώδωσεν εις τον οίκον των αδελφών του κυρίου μου.
und sprach: Gepriesen [S. die Anmerkung zu Kap. 9,26] sei Jehova, der Gott meines Herrn Abraham, der von seiner Güte und seiner Wahrheit nicht abgelassen hat gegen meinen Herrn! Mich hat Jehova geleitet auf den Weg [And. üb.: Während ich auf dem Weg war, hat Jehova mich geleitet zum] zum Hause der Brüder meines Herrn.
28 Δραμούσα δε η κόρη ανήγγειλεν εις τον οίκον της μητρός αυτής τα πράγματα ταύτα.
Und das Mädchen lief und berichtete diese Dinge dem Hause ihrer Mutter.
29 Είχε δε η Ρεβέκκα αδελφόν ονομαζόμενον Λάβαν· και έδραμεν ο Λάβαν προς τον άνθρωπον έξω εις την πηγήν.
Und Rebekka hatte einen Bruder, sein Name war Laban; und Laban lief zu dem Manne hinaus zur Quelle.
30 Και ως είδε τα ενώτια και τα βραχιόλια εις τας χείρας της αδελφής αυτού, και ως ήκουσε τους λόγους Ρεβέκκας της αδελφής αυτού, λεγούσης, Ούτως ελάλησε προς εμέ ο άνθρωπος, ήλθε προς τον άνθρωπον· και ιδού, ίστατο πλησίον των καμήλων επί της πηγής.
Und es geschah, als er den Ring sah und die Spangen an den Armen seiner Schwester, und als er die Worte seiner Schwester Rebekka hörte, welche sagte: Also hat der Mann zu mir geredet, da kam er zu dem Manne; und siehe, er stand bei den Kamelen, an der Quelle.
31 Και είπεν, Είσελθε, ευλογημένε του Κυρίου· διά τι ίστασαι έξω; επειδή εγώ ητοίμασα την οικίαν και τόπον διά τας καμήλους.
Und er sprach: Komm herein, Gesegneter Jehovas! Warum stehst du draußen? Denn ich habe das Haus aufgeräumt, und Raum ist für die Kamele.
32 Και εισήλθεν ο άνθρωπος εις την οικίαν, και εκείνος εξεφόρτωσε τας καμήλους και έδωκεν άχυρα και τροφήν εις τας καμήλους και ύδωρ διά νίψιμον των ποδών αυτού και των ποδών των ανθρώπων των μετ' αυτού.
Und der Mann kam in das Haus; und man sattelte die Kamele ab und gab den Kamelen Stroh und Futter, und Wasser, um seine Füße zu waschen und die Füße der Männer, die bei ihm waren.
33 Και παρετέθη έμπροσθεν αυτού φαγητόν· αυτός όμως είπε, Δεν θέλω φάγει, εωσού λαλήσω τον λόγον μου. Ο δε είπε, Λάλησον.
Und es wurde ihm zu essen vorgesetzt; aber er sprach: Ich will nicht essen, bis ich meine Worte geredet habe. Und er sprach: Rede!
34 Και είπεν, Εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ.
Da sprach er: Ich bin Abrahams Knecht;
35 Και ο Κύριος ευλόγησε τον κύριόν μου σφόδρα, και έγεινε μέγας· και έδωκεν εις αυτόν πρόβατα και βόας και αργύριον και χρυσίον και δούλους και δούλας και καμήλους και όνους.
und Jehova hat meinen Herrn sehr gesegnet, so daß er groß geworden ist; und er hat ihm Kleinvieh gegeben und Rinder, und Silber und Gold, und Knechte und Mägde, und Kamele und Esel.
36 Και εγέννησε Σάρρα, η γυνή του κυρίου μου, υιόν εις τον κύριόν μου, αφού εγήρασε· και έδωκεν εις αυτόν πάντα όσα έχει.
Und Sara, das Weib meines Herrn, hat meinem Herrn einen Sohn geboren, nachdem sie alt geworden war; und er hat ihm alles gegeben, was er hat.
37 Και με ώρκισεν ο κύριός μου, λέγων, Δεν θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκ των θυγατέρων των Χαναναίων, εις την γην των οποίων εγώ κατοικώ·
Und mein Herr hat mich schwören lassen und gesagt: Du sollst meinem Sohne nicht ein Weib nehmen von den Töchtern der Kanaaniter, in deren Lande ich wohne;
38 αλλ' εις τον οίκον του πατρός μου θέλεις υπάγει και εις την συγγένειάν μου, και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου.
sondern zu dem Hause meines Vaters und zu meinem Geschlecht sollst du gehen und meinem Sohne ein Weib nehmen!
39 Και είπον προς τον κύριόν μου, Ίσως δεν θελήση η γυνή να με ακολουθήση.
Und ich sprach zu meinem Herrn: Vielleicht wird das Weib mir nicht folgen.
40 Ο δε είπε προς εμέ, Ο Κύριος, έμπροσθεν του οποίου περιεπάτησα, θέλει αποστείλει τον άγγελον αυτού μετά σου και θέλει κατευοδώσει την οδόν σου· και θέλεις λάβει γυναίκα εις τον υιόν μου εκ της συγγενείας μου και εκ του οίκου του πατρός μου·
Da sprach er zu mir: Jehova, vor dessen Angesicht ich gewandelt habe, wird seinen Engel mit dir senden und Glück zu deiner Reise geben, daß du meinem Sohne ein Weib nehmest aus meinem Geschlecht und aus dem Hause meines Vaters.
41 τότε θέλεις είσθαι ελεύθερος από του ορκισμού μου· όταν υπάγης προς την συγγένειάν μου και δεν δώσωσιν εις σε, τότε θέλεις είσθαι ελεύθερος από του ορκισμού μου.
Wenn du zu meinem Geschlecht kommst, dann sollst du meines Eides ledig sein; und wenn sie sie dir nicht geben, so bist du meines Eides ledig.
42 Και ελθών σήμερον εις την πηγήν, είπον, Κύριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσον, δέομαι, την οδόν μου, εις την οποίαν εγώ υπάγω·
So kam ich heute zu der Quelle und sprach: Jehova, Gott meines Herrn Abraham, wenn du doch Glück geben wolltest zu meinem Wege, auf dem ich gehe!
43 ιδού, εγώ ίσταμαι πλησίον της πηγής του ύδατος· και η κόρη ήτις εξέρχεται διά να αντλήση και προς την οποίαν είπω, Πότισόν με, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εκ της υδρίας σου,
Siehe, ich stehe bei der Wasserquelle; möge es nun geschehen, daß die Jungfrau, die herauskommt, um zu schöpfen, und zu der ich sagen werde: Gib mir doch ein wenig Wasser aus deinem Kruge zu trinken! -
44 και αυτή με είπη, Και συ πίε, και διά τας καμήλους σου ακόμη θέλω αντλήσει, αύτη ας ήναι η γυνή, την οποίαν ητοίμασεν ο Κύριος διά τον υιόν του κυρίου μου.
und welche zu mir sagen wird: Trinke du, und auch für deine Kamele will ich schöpfen, daß sie das Weib sei, welches Jehova für den Sohn meines Herrn bestimmt hat.
45 Και πριν παύσω λαλών εν τη καρδία μου, ιδού, η Ρεβέκκα εξήρχετο έχουσα την υδρίαν αυτής επί του ώμου αυτής· και κατέβη εις την πηγήν και ήντλησεν· είπον δε προς αυτήν, Πότισόν με, παρακαλώ.
Ich hatte in meinem Herzen noch nicht ausgeredet, siehe, da kam Rebekka heraus mit ihrem Kruge auf ihrer Schulter; und sie stieg zur Quelle hinab und schöpfte. Da sprach ich zu ihr: Gib mir doch zu trinken!
46 Η δε έσπευσε και κατεβίβασε την υδρίαν αυτής επάνωθεν αυτής και είπε, Πίε, και θέλω ποτίσει και τας καμήλους σου· έπιον λοιπόν και επότισε και τας καμήλους.
Und eilends ließ sie ihren Krug von ihrer Schulter [W. von auf sich] hernieder und sprach: Trinke, und auch deine Kamele will ich tränken. Und ich trank, und sie tränkte auch die Kamele.
47 Και ηρώτησα αυτήν και είπον, Τίνος θυγάτηρ είσαι; η δε είπε, Θυγάτηρ του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ, τον οποίον εγέννησεν εις αυτόν η Μελχά· και περιέθεσα τα ενώτια εις το πρόσωπον αυτής και τα βραχιόλια επί τας χείρας αυτής.
Und ich fragte sie und sprach: Wessen Tochter bist du? Und sie sprach: Die Tochter Bethuels, des Sohnes Nahors, den Milka ihm geboren hat. Und ich legte den Ring an ihre Nase und die Spangen an ihre Arme;
48 Και κλίνας προσεκύνησα τον Κύριον· και ευλόγησα Κύριον τον Θεόν του κυρίον μου Αβραάμ, όστις με κατευώδωσεν εις την αληθινήν οδόν, διά να λάβω την θυγατέρα του αδελφού του κυρίου μου εις τον υιόν αυτού.
und ich verneigte mich und warf mich nieder vor Jehova; und ich pries Jehova, den Gott meines Herrn Abraham, der mich den rechten Weg geleitet hat, um die Tochter des Bruders meines Herrn für seinen Sohn zu nehmen.
49 Τώρα λοιπόν, εάν θέλητε να κάμητε έλεος και αλήθειαν προς τον κύριόν μου, είπατέ μοι, ει δε μη, είπατέ μοι, διά να στραφώ δεξιά ή αριστερά.
Und nun, wenn ihr Güte und Treue an meinem Herrn erweisen wollt, so tut es mir kund; und wenn nicht, so tut es mir kund, und ich werde mich zur Rechten oder zur Linken wenden.
50 Και αποκριθέντες ο Λάβαν και ο Βαθουήλ, είπον, Παρά Κυρίου εξήλθε το πράγμα· ημείς δεν δυνάμεθα να σοι είπωμεν κακόν ή καλόν·
Da antworteten Laban und Bethuel und sprachen: Von Jehova ist die Sache ausgegangen; wir können dir nichts sagen, weder Böses noch Gutes.
51 ιδού, η Ρεβέκκα έμπροσθέν σου· λάβε αυτήν και ύπαγε· και ας ήναι γυνή του υιού του κυρίου σου, καθώς ελάλησεν ο Κύριος.
Siehe, Rebekka ist vor dir: nimm sie und ziehe hin; und sie sei das Weib des Sohnes deines Herrn, wie Jehova geredet hat.
52 Και ότε ήκουσεν ο δούλος του Αβραάμ τους λόγους αυτών, προσεκύνησεν έως εδάφους τον Κύριον.
Und es geschah, als Abrahams Knecht ihre Worte hörte, da beugte er sich zur Erde nieder vor Jehova.
53 Και εκβαλών ο δούλος σκεύη αργυρά και σκεύη χρυσά και ενδύματα, έδωκεν εις την Ρεβέκκαν· έδωκεν έτι δώρα εις τον αδελφόν αυτής και εις την μητέρα αυτής.
Und der Knecht zog hervor silbernes Geschmeide und goldenes Geschmeide und Kleider und gab sie der Rebekka; und Kostbarkeiten gab er ihrem Bruder und ihrer Mutter.
54 Και έφαγον και έπιον, αυτός και οι άνθρωποι οι μετ' αυτού, και διενυκτέρευσαν· και αφού εσηκώθησαν το πρωΐ, είπεν, Εξαποστείλατέ με προς τον κύριόν μου.
Und sie aßen und tranken, er und die Männer, die bei ihm waren, und übernachteten. Und des Morgens standen sie auf, und er sprach: Entlasset mich zu meinem Herrn!
55 Είπον δε ο αδελφός αυτής και η μήτηρ αυτής, Ας μείνη η κόρη μεθ' ημών ημέρας τινάς, τουλάχιστον δέκα· μετά ταύτα θέλει απέλθει.
Da sprachen ihr Bruder und ihre Mutter: Laß das Mädchen einige Tage oder zehn bei uns bleiben, danach magst du [O. mag sie] ziehen.
56 Και είπε προς αυτούς, Μη με κρατείτε, διότι ο Κύριος κατευώδωσε την οδόν μου· εξαποστείλατέ με να υπάγω προς τον κύριόν μου.
Er aber sprach zu ihnen: Haltet mich nicht auf, da Jehova Glück gegeben hat zu meiner Reise; entlasset mich, daß ich zu meinem Herrn ziehe!
57 Οι δε είπον, Ας καλέσωμεν την κόρην και ας ερωτήσωμεν την γνώμην αυτής.
Und sie sprachen: Laßt uns das Mädchen rufen und ihren Mund befragen.
58 Και εκάλεσαν την Ρεβέκκαν και είπον προς αυτήν, Υπάγεις μετά του ανθρώπου τούτου; Η δε είπεν, Υπάγω.
Und sie riefen Rebekka und sprachen zu ihr: Willst du mit diesem Manne gehen? Und sie antwortete: Ich will gehen.
59 Και εξαπέστειλαν την Ρεβέκκαν την αδελφήν αυτών και την τροφόν αυτής, και τον δούλον του Αβραάμ και τους ανθρώπους αυτού
Und sie entließen ihre Schwester Rebekka mit ihrer Amme und den Knecht Abrahams und seine Männer.
60 Και ευλόγησαν την Ρεβέκκαν και είπον προς αυτήν, Αδελφή ημών είσαι, είθε να γείνης εις χιλιάδας μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάση τας πύλας των εχθρών αυτού
Und sie segneten Rebekka und sprachen zu ihr: Du, unsere Schwester, werde zu tausendmal Zehntausenden, und dein Same besitze das Tor seiner Feinde! [W. Hasser]
61 Και εσηκώθη η Ρεβέκκα και αι θεράπαιναι αυτής, και εκάθισαν επί τας καμήλους, και υπήγον κατόπιν του ανθρώπου· και έλαβεν ο δούλος την Ρεβέκκαν και ανεχώρησεν.
Und Rebekka machte sich auf mit ihren Mägden, und sie bestiegen die Kamele und folgten dem Manne; und der Knecht nahm Rebekka und zog hin.
62 Ο δε Ισαάκ επέστρεφεν από του φρέατος Λαχαΐ-ροΐ· διότι κατώκει εν τη γη της μεσημβρίας.
Isaak aber war von einem Gange nach dem Brunnen Lachai-Roi [Siehe die Anmerkung zu Kap. 16,14] gekommen; er wohnte nämlich im Lande des Südens.
63 Και εξήλθεν ο Ισαάκ να προσευχηθή εν τη πεδιάδι περί το εσπέρας· και υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, είδε, και ιδού, ήρχοντο κάμηλοι.
Und Isaak ging aus, um auf dem Felde zu sinnen beim Anbruch des Abends; und er hob seine Augen auf und sah, und siehe, Kamele kamen.
64 και υψώσασα η Ρεβέκκα τους οφθαλμούς αυτής είδε τον Ισαάκ και κατεπήδησεν από της καμήλου.
Und Rebekka hob ihre Augen auf und sah Isaak; und sie warf sich vom Kamele herab und sprach zu dem Knechte:
65 Διότι είχεν ειπεί προς τον δούλον, Τις είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο ερχόμενος διά της πεδιάδος εις συνάντησιν ημών; Ο δε δούλος είχεν ειπεί, Είναι ο κύριός μου. Και αυτή λαβούσα την καλύπτραν, εσκεπάσθη.
Wer ist der Mann, der uns da auf dem Felde entgegenwandelt? Und der Knecht sprach: Das ist mein Herr. Da nahm sie den Schleier [ein Überwurf, den man über den Kopf zog] und verhüllte sich.
66 Και διηγήθη ο δούλος προς τον Ισαάκ πάντα όσα είχε πράξει.
Und der Knecht erzählte Isaak all die Dinge, die er ausgerichtet hatte.
67 Ο δε Ισαάκ έφερεν αυτήν εις την σκηνήν της μητρός αυτού Σάρρας· και έλαβε την Ρεβέκκαν, και έγεινεν αυτού γυνή, και ηγάπησεν αυτήν· και παρηγορήθη ο Ισαάκ περί της μητρός αυτού.
Und Isaak führte sie in das Zelt seiner Mutter Sara, und er nahm Rebekka, und sie wurde sein Weib, und er hatte sie lieb. Und Isaak tröstete sich nach dem Tode seiner Mutter.

< Γένεσις 24 >