< Lucas 17 >

1 Y penó á desqueres discipules: N’astis, que na abillelen escandales: ¡Tami ysna de ocola, por coin abillelén!
Είπε δε προς τους μαθητάς· Αδύνατον είναι να μη έλθωσι τα σκάνδαλα· πλην ουαί εις εκείνον, διά του οποίου έρχονται.
2 Fetér le sinaria, que le chibasen al querlo bar de asia y le bucharasen andré o moros, que querelar escandalo á yeque de oconas chinores.
Συμφέρει εις αυτόν να κρεμασθή περί τον τράχηλον αυτού μύλου πέτρα και να ριφθή εις την θάλασσαν, παρά να σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων.
3 Diquelad por sangue: si querelare grecos tiro plal contra tucue, corrigele: y si querelare penitencia, ertinale.
Προσέχετε εις εαυτούς. Εάν δε ο αδελφός σου αμαρτήση εις σε, επίπληξον αυτόν· και εάν μετανοήση, συγχώρησον αυτόν.
4 Y si querelare grecos contra tucue efta begais al chibes, y efta begais al chibes se limbidiare á tucue, penando: He querdi choro, ertinale.
και εάν επτάκις της ημέρας αμαρτήση εις σε, και επτάκις της ημέρας επιστρέψη προς σε λέγων· Μετανοώ, θέλεις συγχωρήσει αυτόν.
5 Y penáron os Apostoles al Erañó: Din amangue fé butér.
Και είπον οι απόστολοι προς τον Κύριον· Αύξησον εις ημάς την πίστιν.
6 Y penó o Érañó: Si terelareis fé, sasta yeque grano de mostaza, y penelareis á ocona moral: Despandate de raiz, y chibelate oté andré o moros: lo querelará.
Ο δε Κύριος είπεν· Εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ηθέλετε ειπεί εις την συκάμινον ταύτην, Εκριζώθητι και φυτεύθητι εις την θάλασσαν· και ήθελε σας υπακούσει.
7 ¿Y coin de sangue terelando yeque lacró, sos randiñela, ó garabela as brajias, pur limbidiela del bur, le penela: Chatucue yescotria, y bestelate á la mensalle?
Τις δε από σας έχων δούλον αροτριώντα ή ποιμαίνοντα, θέλει ειπεί προς αυτόν, ευθύς αφού έλθη εκ του αγρού· Ύπαγε, κάθησον να φάγης,
8 Y na le penela gres: Chitelame de jamar, y chitelate á servirme, o chiros que jamelo y piyelo; que despues jamarás y piyarás?
και δεν θέλει ειπεί προς αυτόν· Ετοίμασον τι να δειπνήσω, και περιζωσθείς υπηρέτει με, εωσού φάγω και πίω, και μετά ταύτα θέλεις φάγει και πίει συ;
9 ¿Pre baji se debisarelan garapatias á ocola lacró presas ocona querela ma le penó?
Μήπως γνωρίζει χάριν εις τον δούλον εκείνον, διότι έκαμε τα διαταχθέντα εις αυτόν; δεν μοι φαίνεται.
10 Penchabelo que nanai. Andiar tambien sangue, pur querelareis sarias as buchias que á sangue sinelan penadas, penad: Lacrés sinamos inutiles: Ma debisaramos querelar, querelemos.
Ούτω και σεις, όταν κάμητε πάντα τα διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα, επειδή εκάμαμεν ό, τι εχρεωστούμεν να κάμωμεν.
11 Y anacó que chalando ó á Jerusalém, nacó por medio de Samaria, y de Galiléa.
Και ότε αυτός επορεύετο εις την Ιερουσαλήμ, διέβαινε διά μέσου της Σαμαρείας και Γαλιλαίας.
12 Y chalando andré yeque gau, chaláron abrí á ó deque manuces zarapiosos, sos se paráron de dur.
Και ενώ εισήρχετο εις τινά κώμην, απήντησαν αυτόν δέκα άνθρωποι λεπροί, οίτινες εστάθησαν μακρόθεν,
13 Y diñaron goles, penando: Jesus duquendio, terela canrea de amangue.
και αυτοί ύψωσαν φωνήν, λέγοντες· Ιησού, Επιστάτα, ελέησον ημάς.
14 O pur dicó junos, penó: Chalad, somia diquelen sangue os erajais. Y anacó, que o chiros que chalaban, sináron chibados lacho.
Και ιδών είπε προς αυτούς· Υπάγετε και δείξατε εαυτούς εις τους ιερείς. Και ενώ, επορεύοντο, εκαθαρίσθησαν.
15 Y yeque de junos, pur dicó que habia sinado chibado lacho, limbidió diñando chimusolano á Debél á goles bares.
Εις δε εξ αυτών, ιδών ότι ιατρεύθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν,
16 Y se bucharó en chiquen, á os pindrés de Jesus, diñando garapatias: y ocona sinaba Samaritano.
και έπεσε κατά πρόσωπον εις τους πόδας αυτού, ευχαριστών αυτόν· και αυτός ήτο Σαμαρείτης.
17 Y rudeló Jesus, y penó: ¿Pre baji na sinelan deque junos sos sináron chibados lacho? ¿Y os nu averes duque sinelan?
Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε· Δεν εκαθαρίσθησαν οι δέκα; οι δε εννέα που είναι;
18 ¿Na sinaba yeque sos limbidiase, y diñase chimusolano á Debél, sino ocana gringó?
Δεν ευρέθησαν άλλοι να υποστρέψωσι διά να δοξάσωσι τον Θεόν ειμή ο αλλογενής ούτος;
19 Y le penó: Costunatucue, chatucue, que tiri fé te ha chibado lacho.
Και είπε προς αυτόν· Σηκωθείς ύπαγε· η πίστις σου σε έσωσεν.
20 Y puchabandole os Phariseyes: ¿Pur abillará o chim de Debél? les rudeló, y penó: O chim de Debél na abillará sat simache de abrí;
Ερωτηθείς δε υπό των Φαρισαίων, πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, απεκρίθη προς αυτούς και είπε· Δεν έρχεται η βασιλεία του Θεού ούτως ώστε να παρατηρήται·
21 Ni penelarán: helo acoi, o helo oté: presas o chim de Debél sinela andré de sangue.
ουδέ θέλουσιν ειπεί· Ιδού, εδώ είναι, ή Ιδού εκεί· διότι ιδού, η βασιλεία του Θεού είναι εντός υμών.
22 Y penó á desqueres discipules: Abillarán chibeses, pur camelareis dicar yeque chibes e Chaboro e Manu, y na lo dicareis.
Είπε δε προς τους μαθητάς· θέλουσιν ελθεί ημέραι, ότε θέλετε επιθυμήσει να ίδητε μίαν των ημερών του Υιού του ανθρώπου, και δεν θέλετε ιδεί.
23 Y sangue penarán: Diqueladle acoi, y diqueladle oté. Na cameleis chalar, ni le plastañeis.
και θέλουσι σας ειπεί· Ιδού, εδώ είναι, ή Ιδού εκεί· μη υπάγητε μηδ' ακολουθήσητε.
24 Presas sasta o maluno, sos diñelando dut andré a region ostely e Charos, voltisarela desde la yeque disde la aver aricata; andiar tambien sinará o Chaboro e manu andré desquero chibes.
Διότι ως η αστραπή η αστράπτουσα εκ της υπ' ουρανόν λάμπει εις την υπ' ουρανόν, ούτω θέλει είσθαι και ο Υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού.
25 Tami jomte brotoboro que ó padezca baribu, y que sinele reprobado de ocona sueti.
Πρώτον όμως πρέπει αυτός να πάθη πολλά και να καταφρονηθή από της γενεάς ταύτης.
26 Y sasta sinaba andré os chibeses de Noé, andiar tambien sinará andré os chibeses e Chaboro e manu.
Και καθώς έγεινεν εν ταις ημέραις του Νώε, ούτω θέλει είσθαι και εν ταις ημέραις του Υιού του ανθρώπου·
27 Jamaban, y piyaban: os manuces ustilaban romias, y as cadchias romes disde o chibes pur Noé chaló andré á Jestari; y abilló a pani bari, y mulabó á sares.
έτρωγον, έπινον, ενύμφευον, ενυμφεύοντο, μέχρι της ημέρας καθ' ην ο Νώε εισήλθεν εις την κιβωτόν, και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας.
28 Andiarmatejo sasta sinaba andré os chibeses de Lot; jamaban, y piyaban; quinaban, y binaban; chitaban carschtas, y querelaban querés.
Ομοίως και καθώς έγεινεν εν ταις ημέραις του Λώτ· έτρωγον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν·
29 Y o chibes, que chaló Lot abrí de Sodoma, peró yaque y azufre de o Charos, y os marabó á sares.
καθ' ην δε ημέραν εξήλθεν ο Λωτ από Σοδόμων, έβρεξε πυρ και θείον απ' ουρανού και απώλεσεν άπαντας.
30 Andiar sinará o chibes, pur se mequelará dicar o Chaboro e manu.
Ωσαύτως θέλει είσθαι καθ' ην ημέραν ο Υιός του ανθρώπου θέλει φανερωθή.
31 André ocola ocana o sos sinare opré o tejado, y terelare desqueres coneles andré o quer, na chale ostely á ustilarlos, y ó sos sinare andré o ortalame, andiar matejo na limbidiele palal.
Κατ' εκείνην την ημέραν όστις ευρεθή επί του δώματος και τα σκεύη αυτού εν τη οικία, ας μη καταβή διά να λάβη αυτά, και όστις εν τω αγρώ ομοίως ας μη επιστρέψη εις τα οπίσω.
32 Terelad en fácho a romi de Lot.
Ενθυμείσθε την γυναίκα του Λωτ.
33 O saro sos camelare salvar sun chipen, la najabará; y ó sos la najabará, la alachará.
Όστις ζητήση να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν, και όστις απολέση αυτήν, θέλει διαφυλάξει αυτήν.
34 Sangue penelo, que andré ocola rachi dui sinarán andré yeque cheripen, yéque sinará ustilado, y o aver mequelado.
Σας λέγω, Εν τη νυκτί εκείνη θέλουσιν είσθαι δύο επί μιας κλίνης, ο εις παραλαμβάνεται και ο άλλος αφίνεται·
35 Dui cadchias sinarán nacicando andré a asia catanias; yeque sinará ustilada, a aver mequelada: dui andré l’ortalame; yeque sinará ustilado, y o aver mequelado.
δύο γυναίκες θέλουσιν αλέθει ομού, η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφίνεται·
36 Rudeláron, y le penáron: ¿Anduque Erañó?
δύο θέλουσιν είσθαι εν τω αγρώ, ο εις παραλαμβάνεται και ο άλλος αφίνεται.
37 Y ó les penó: Duque sináre o trupos, oté tambien se catanaran as aguilas.
Και αποκριθέντες λέγουσι προς αυτόν· Που, Κύριε; Ο δε είπε προς αυτούς· Όπου είναι το σώμα, εκεί θέλουσι συναχθή οι αετοί.

< Lucas 17 >